Κυριακή 2 Αυγούστου 2009

Σοσιαλισμός; Βαρβαρότητα; Ή κάτι άλλο;

Σε συνέχεια της προηγούμενης ανάρτησης γιατί αφορά την άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος δημοσιεύω δύο τμήματα άρθρων που γράφτηκαν στην ιταλική εφημερίδα "IL MANIFESTO" με αφορμή του ερώτημα αν πρέπει να διαγραφεί η φράση "Κομμουνιστική ημερίσια εφημερίδα" από τον τίτλο.

Μάρκο ντ' Εράμο : Το κεντρικό σημείο των δυσκολιών και αδυναμιών μας είναι ότι κανείς δεν γνωρίζει με ακρίβεια να πει σε τι έγκειται πλέον ο κομμουνισμός. Δικαιολογημένα καταγγέλουμε τα κακά του καπιταλισμού, τη φρίκη που γεννλα ο νεοφιλελεύθερος φονταμεταλισμός της αγοράς, τις σφαγές του ανθρωπιστικού ιμπεριαλισμού. Ας σηκώσει όμως το χέρι του όποιος ξέρει να απαντήσει στο ερώτημα με δύο λόγια τί κοινωνία θέλετε; όχι μόνο με αρνητικούς όρους.Σήμερα κανείς μας δεν είναι σε θέση να προτείνει ένα ικανοποιητικό μοντέλο κοινωνικοποίησης, έστω και με όρους ουτοπικούς...

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

1 ΜΕΡΟΣ
Νομίζω ότι η παραπάνω τοποθέτηση, περί αδυναμίας διατύπωσης ενός ικανοποιητικού μοντέλου κοινωνικοποίησης δεν είναι ακριβής, αλλά μάλλον συναισθηματική ίσως ως απόρροια της συντριπτικής ήττας της Ιταλικής κομμουνιστικής και κουμουνιστογενούς αριστεράς.
Η αριστερά σήμερα, κατά την άποψη μου, έχει και την δυνατότητα και την ιστορική εμπειρία να διατυπώσει με σαφήνεια το όραμα της για το τι κοινωνία θέλει, αλλά και για το πώς θα την πραγματώσει. Αυτό βέβαια δεν μπορεί (ούτε και πρέπει) να γίνει με όρους μεσσιανικής προφητείας, αλλά με προσπάθεια να δοθούν αριστερές (και εφικτές) λύσεις στα σύγχρονα προβλήματα του εργαζόμενου κόσμου. Ο πλούτος των ιδεών της αριστεράς, αποτελεί ικανή παρακαταθήκη για να επιχειρήσουμε νέα μοντέλα οργάνωσης και διοίκησης των μέσων παραγωγής, με βάση την εργατική συμμετοχή και αυτοδιαχείριση, αλλά και την ρυθμιστική παρέμβαση του κράτους στην οικονομία, με στόχο την εξισορρόπηση των ανισοτήτων χωρίς να οδηγούμαστε σε συνολικά διευθυνόμενη οικονομία σοβιετικού τύπου. Ακόμα η αριστερά είναι σε θέση να θέσει τα όρια μεταξύ κοινωνικών (μη εμπορικών) αγαθων, και οικονομίας, πράγμα που ο σύγχρονος καπιταλισμός, με την εμπορευματοποίηση των πάντων απέτυχε να πράξει.

Το παράδοξο με την σύγχρονή αριστερά είναι ότι συνήθως δεν επιλέγει να πράξει, αλλά ούτε και να μιλήσει έστω θεωρητικά για τίποτα από τα παραπάνω. Αντίθετα αρκείται στο να προπαγανδίζει τι δεν θέλει, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιεί ολοένα και πιο συχνά αρνητικούς επιθετικούς προσδιορισμούς όπως αντικαπιταλιστική, αντισυστημική ή αντινεοφιλελευθερη ακόμα και αντιδικομματική (κατά τα καθ’ ημάς), δίνοντας πρόσημο στην άρνηση την αντίσταση ή την ανυπακοή, αλλά όχι στο δικό της όραμα για την κοινωνία. Ο αρνητισμός αυτός έχει φτάσει σε τέτοιο ακραίο σημείο, που κόμματα της αριστεράς χαρίζουν στον αστικό χώρο ακόμα και κοινωνικές κατακτήσεις για τις οποίες έχουν δοθεί αγώνες από την ίδια την αριστερά. Για παράδειγμα ο εκπρ. του συνασπισμού τελευταία, εκφράστηκε με τόση απαξίωση για το σύνταγμα της χώρας, αναφεροντας ότι αυτό είναι «..δημιούργημα του δικομματισμου». Αγνοώντας βέβαια ότι για αυτό το σύνταγμα έχει χυθεί πολύ αίμα, κυρίως από την αριστερά (Σεπτεμβριανά, γενιά 114, πολυτεχνείο κτλ), αλλά και ότι το ίδιο το κόμμα του έχει πολλές φορές υπερασπιστεί τα σύνταγμα και τα δικαιώματα που αυτό ενσωματώνει. Προφανώς αυτά όλα για την αριστερά είναι ψιλά γράμματα, της αρκεί ότι το σύνταγμα είναι αστικό, άρα εξοβελιστέο.

Ανώνυμος είπε...

2 ΜΕΡΟΣ
Η συνειδητή αυτή επιλογή οφείλεται σε δύο κατά την άποψη μου λόγους. Αφενός διότι η σύγχρονη αριστερά φοβάται να αναμετρηθεί με έννοιες που εν πολύς έχουν συκοφαντηθεί από τα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού (Αλήθεια πώς να μιλήσεις για κομμουνισμό στις χώρες τις ανατολικής Ευρώπης?) Αφετέρου διότι δεν επιθυμεί να αναμετρηθεί (ακόμα και αν χρειάζεται να ματώσει) με τα λάθη του παρελθόντος της, αφού δεν επιχείρησε ποτέ μετά το 89, να διακόψει κάθε σχέση με ότι πλήγωσε τους λαούς που κυβερνήθηκαν από κατ’ όνομα και μόνο κομμουνιστικές δικτατορίες. Δεν ισχυρίζομαι ότι τα παραπάνω είναι εύκολα, κάθε άλλο μάλιστα, απλά η αριστερά δεν το επιχείρησε ποτέ σοβαρά. Σε ότι αφορά την ιταλική αριστερά αυτή προτίμησε να προσχωρήσει άνευ ετέρου στη σοσιαλδημοκρατία, ίσως και πιο δεξιά από αυτή (ακόμα θυμάμαι τον Ντ’Αλέμα να λέει σε συνέντευξη του ότι ο Κλίντον του φαίνεται πολύ αριστερός). Σε ότι αφορά την καθ ημάς αριστερά, αυτή, είτε δεν κατάλαβε τίποτα (βλ ΚΚΕ), είτε σε ότι αφορά τον συνασπισμό, αν και θεωρητικά θέλησε να αποτελέσει το κόμμα της σύγχρονής, μη δογματικής και δημοκρατικής αριστεράς, που θα ήταν απαλλαγμένο από τις ιδεοληψίες της σταλινικής αριστεράς, επιλέγει στο όνομα της ενότητας της αριστεράς(!) να συνεργάζεται στον Σύριζα με κόμματα και οργανώσεις που ανήκουν στην κλασική σταλινική αριστερά (ΚΟΕ, ΚΕΔΑ κτλ), με αποτέλεσμα το όλο συμμαχικό σχήμα (Σύριζα) δείχνει να επιστέφει στην κοίτη του δηλαδή τον κλασικό μαρξισμό λενινισμό, αποτελώντας μια ελάχιστα βελτιωμένη εκδοχή του ΚΚΕ. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι στο Σύριζα ελάχιστα ενδιαφέρονται πλέον αν ο σοσιαλισμός του μέλλοντος μας θα πρέπει να είναι δημοκρατικός, τους αρκεί η ενότητα της αριστερά ανεξάρτητα από τον λόγο που εκφέρει. Ακόμα δηλαδή και ο ολοκληρωτισμός είναι ανεκτός, αρκεί να επιτευχθεί η ανατροπή του καπιταλισμού.

Είναι λοιπόν προφανές ότι μια τέτοιου είδους αριστερά, προτιμά να μην λέει τίποτα για κομμουνισμό, σοσιαλισμό κτλ, αλλά να μιλά για αντικαπιταλισμό που είναι προφανώς πιο εύκολος στην διαχείριση του (αρκεί να δηλώνει κανείς ότι διαφωνεί με τον καπιταλισμό, ανεξάρτητα από τα περαιτέρω πιστεύω του) αλλά ταυτόχρονα και πιο φτωχός ιδεολογικά, αφού ελλείψει αντιπρότασης εύκολά καθίσταται κίνημα διαμαρτυρίας και όχι κίνημα αλλαγής της κοινωνίας. Αποτέλεσμα των παραπάνω συνειδητών επιλογών της είναι η αριστερά και ιδίως η κομμουνιστική να μετατρέπεται από δύναμη αλλαγής, ανατροπή και προόδου, σε δύναμη φοβική και εν δυνάμει συντηρητική. Αδιάψευστο παράδειγμα στην Ελλάδα αποτελεί η συχνή σύμπλευση του ΚΚΕ με το δεξιό άκρο του πολιτικού συστήματος, φαινόμενο που δεν οφείλεται μόνο σε φτηνούς τακτισμούς της ηγεσίας του(υπάρχουν και αυτοί), αλλά και σε πραγματική σταδιακή μετατροπή του συγκεκριμένου κόμματος και της κοινωνικής βάσης του, σε φύση και θέση συντηρητικό κόμμα-χώρο.

Επομένως, η αριστερά μπορεί και πρέπει να ξαναδώσει περιεχόμενο σε έννοιες όπως κομμουνισμός και σοσιαλισμός κτλ, αρκεί να αποφασίσει να έρθει σε ρήξεις πρώτα από όλα με τον ίδιο τον εαυτό της. Να ξεκινήσει δηλαδή από την αρχή, να ξαναχτίσει το κοινωνικό-απελευθερωτικό όραμα της, για κοινωνική δικαιοσύνη, ισότητα, για εμβάθυνση της πολιτικής αλλά και οικονομικής δημοκρατίας, χωρίς την στοιχειώνουν τα φαντάσματα του κακού παρελθόντος της. Άλλως θα άγεται διαρκώς από ιδεολογήματα όπως αυτό του αντικαπιταλισμού και του αντιδικομματισμού, ή ακόμα χειρότερα της ενότητας της αριστεράς, που θα αποσκοπούν στο να αποκρύψουν την ιδεολογική γύμνια της, και την άρνηση της να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα, και που θα την κρατούν στο περιθώριο της κοινωνίας