Υπάρχουν στιγμές που όλοι θα θέλαμε να μην ζήσουμε ποτέ αλλά δυστυχώς η ζωή τις φυλάει για να τις σερβίρει μαζί με πολύ πόνο και πίκρα.
Υπάρχουν στιγμές που η λογική εξαφανίζεται και δεν υπάρχουν λόγια να τις περιγράψεις.
Υπάρχουν στιγμές στη ζωή μας που όσο τραγικές και αν είναι έχουν μια απίστευτη ζεστασιά και ομορφιά. Αυτή την απρόσμενη ζεστασιά και την ομορφιά την προσφέρουν οι άνθρωποι.
Τα χαράματα της Κυριακής κάπου στην Κηφισίας χάθηκαν δύο νέα παιδιά, ο οδηγός 23 και η συνοδηγός 24 χρόνων. Τα παιδιά ήταν ξαδέλφια. Το κορίτσι ήταν ξαδέλφη μου.
Νόμιζα ότι είχα καταφέρει να συμφιλιωθώ με την ιδέα του θανάτου βάζοντας την κάτω από την ψυχρή και αδυσώπητη κυριαρχία της λογικής. Έχω καταφέρει να συμφιλιωθώ με την ιδέα ότι μια μέρα θα ακολουθήσουμε γονείς και θείους σε αυτό το δρόμο. Έχω καταφέρει να συμφιλιωθώ με την ιδέα ότι κάποια μέρα, δεν υπάρχει αμφιβολία, θα ακολουθήσουν και εμάς τους ίδιους σε αυτό το δρόμο.
Όμως, δεν υπάρχει λογική όταν βλέπεις γονείς να ακολουθούν τα παιδιά τους. Δεν υπάρχει καμία λογική. Είναι από τις στιγμές που κανένας δεν θα έπρεπε να ζήσει.
Πάντα, σε τέτοιες δύσκολες στιγμές χάνω τα λόγια μου. Ντρέπομαι να μιλήσω. Ντρέπομαι να δακρύσω. Ντρέπομαι να δείξω πόνο. Γιατί, όσο και να πονέσει κανείς ο πόνος των πολύ κοντινών ανθρώπων είναι μεγαλύτερος. Οι τυπικές κουβέντες μοιάζουν αδύναμες, σχεδόν υβριστικές. Δεν τόλμησα να πω κουβέντα στον πατέρα, δεν μπόρεσα να βγάλω άχνα στην μάνα της κοπέλας. Έσφιξα την ψυχή μου, τους αγκάλιασα και ακολούθησα μέσα σε πολλές σκέψεις τον δρόμο ανάμεσα σε θείες, θείους, συγγενείς και ξαδέλφια.
Μέσα σε αυτή τη βαριά ατμόσφαιρα υπήρχαν τρεις εικόνες που με έκαναν να συγκινηθώ και να ανακουφιστώ μαζί γιατί είχαν λίγη από αυτή την απρόσμενη ζεστασιά και ομορφιά που μόνο οι άνθρωποι μπορούν να προσφέρουν.
Ήταν η εικόνα του μεγαλόσωμου ξαδέλφου μου (ξάδελφος της κοπέλας) που δεν έφυγε ούτε ένα λεπτό από το προσκέφαλο της. Κρατούσε πότε την μάνα και πότε την κοπέλα. Σχεδόν συνομήλικος της, είχε μεγαλώσει στην ίδια κούνια, στο ίδιο καρότσι και στην ίδια γειτονιά με το κορίτσι. Δεν έφυγε καμία στιγμή από δίπλα της. Και όταν αναγκαστικά φύγαμε όλοι, έμεινε με την μάνα της στο σπίτι προσπαθώντας να μοιραστεί τον πόνο και την πίκρα της.
Η άλλη εικόνα ήταν αυτή του πατέρα που μέσα στην καταχνιά της στιγμής στάθηκε στην είσοδο του νεκροταφείου και επέμεινε ότι δεν θέλει να κουβαλήσουν το παιδί του τα «κοράκια» όπως αποκάλεσε τους υπαλλήλους του γραφείου τελετών. Με πρώτο τον μεγαλόσωμο ξάδελφο βρέθηκαν 6-8 ξαδέλφια και φίλοι που εκπλήρωσαν την επιθυμία του.
Ωστόσο, η πιο συγκινητική εικόνα ήταν εκείνη η τελευταία, όταν ο μεγαλόσωμος ξάδελφος και ο πατέρας του (θείος της κοπέλας) αφού μάζεψαν τα δάκρυα τους φρόντισαν να την σκεπάσουν οι ίδιοι με τα χέρια τους, με τα ίδια εργαλεία που χρόνια τώρα βγάζουν το ψωμί τους. Δεν ξέρω γιατί αλλά αυτή ακριβώς η εικόνα με ανακούφισε, με έκανε να νοιώσω την ομορφιά και τη ζεστασιά της στιγμής.
Είναι στιγμές που κανείς μας δεν θα ήθελε ποτέ να ζήσει. Είναι στιγμές που η ανθρώπινη δύναμη και η λογική λυγίζουν. Σε εκείνες ακριβώς τις στιγμές έχουμε ανάγκη από ανθρώπους, από δικούς μας ανθρώπους. Από ανθρώπους που θα μοιραστούν τον πόνο, την πίκρα και τον παραλογισμό της στιγμής μαζί μας.
Ζούμε σε μία κοινωνία που έχει μάθει να εξωραΐζει τον πόνο και να αναθέτει επ’ αμοιβή σε άλλους τις δύσκολες και επώδυνες στιγμές. Πληρώνουμε αποκλειστικές για τους ανήμπορους και άρρωστους συγγενείς, αναθέτουμε σε γραφεία τελετών να μας δείξουν τον δυσκολότερο δρόμο της ζωής, αυτόν του τέλους. Ωστόσο, όσο μεγάλος και παράλογος και αν είναι ο πόνος της απώλειας ενός ανθρώπου, ενός νέου ανθρώπου, η ομορφιά και η ζεστασιά της παρουσίας των δικών μας ανθρώπων είναι αναντικατάστατη.
Το μοναδικό δάκρυ που δεν κατάφερα να συγκρατήσω ήταν όταν άκουσα τον θείο μου να λέει «πείτε στην μάνα της να μην ανησυχεί, εμείς την σκεπάσαμε». Δεν είναι τυχαίο, ήταν ο ίδιος θείος που πριν κάποια χρόνια βρέθηκε δίπλα στην δική μου οικογένεια στις πιο δύσκολες στιγμές της. Το μοναδικό δάκρυ μου, είχε μαζί με τον πόνο την αίσθηση μιας απίστευτης ζεστασιάς και ανακούφισης. Κανένα δάκρυ, κανένας θρήνος και κανένας οδυρμός δεν φέρνει πίσω τα αγαπημένα πρόσωπα που χάνονται. Ωστόσο η αγάπη των δικών μας ανθρώπων είναι αυτό που δίνει δύναμη και ζεσταίνει τις καρδιές μας.
Και ο μεγαλόσωμος ξάδελφος με τον εξίσου μεγαλόσωμο θείο έδειξαν με τον πιο απρόσμενο τρόπο την δική τους αγάπη και ζεστασιά για το κορίτσι που τόσο άδικα χάθηκε.
Είναι μεγάλη ανακούφιση να ξέρεις ότι υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι δίπλα σου σε αυτό τον δύσκολο δρόμο όποτε και αν αυτός έρθει.
Αντίο Νάγια...
Υπάρχουν στιγμές που η λογική εξαφανίζεται και δεν υπάρχουν λόγια να τις περιγράψεις.
Υπάρχουν στιγμές στη ζωή μας που όσο τραγικές και αν είναι έχουν μια απίστευτη ζεστασιά και ομορφιά. Αυτή την απρόσμενη ζεστασιά και την ομορφιά την προσφέρουν οι άνθρωποι.
Τα χαράματα της Κυριακής κάπου στην Κηφισίας χάθηκαν δύο νέα παιδιά, ο οδηγός 23 και η συνοδηγός 24 χρόνων. Τα παιδιά ήταν ξαδέλφια. Το κορίτσι ήταν ξαδέλφη μου.
Νόμιζα ότι είχα καταφέρει να συμφιλιωθώ με την ιδέα του θανάτου βάζοντας την κάτω από την ψυχρή και αδυσώπητη κυριαρχία της λογικής. Έχω καταφέρει να συμφιλιωθώ με την ιδέα ότι μια μέρα θα ακολουθήσουμε γονείς και θείους σε αυτό το δρόμο. Έχω καταφέρει να συμφιλιωθώ με την ιδέα ότι κάποια μέρα, δεν υπάρχει αμφιβολία, θα ακολουθήσουν και εμάς τους ίδιους σε αυτό το δρόμο.
Όμως, δεν υπάρχει λογική όταν βλέπεις γονείς να ακολουθούν τα παιδιά τους. Δεν υπάρχει καμία λογική. Είναι από τις στιγμές που κανένας δεν θα έπρεπε να ζήσει.
Πάντα, σε τέτοιες δύσκολες στιγμές χάνω τα λόγια μου. Ντρέπομαι να μιλήσω. Ντρέπομαι να δακρύσω. Ντρέπομαι να δείξω πόνο. Γιατί, όσο και να πονέσει κανείς ο πόνος των πολύ κοντινών ανθρώπων είναι μεγαλύτερος. Οι τυπικές κουβέντες μοιάζουν αδύναμες, σχεδόν υβριστικές. Δεν τόλμησα να πω κουβέντα στον πατέρα, δεν μπόρεσα να βγάλω άχνα στην μάνα της κοπέλας. Έσφιξα την ψυχή μου, τους αγκάλιασα και ακολούθησα μέσα σε πολλές σκέψεις τον δρόμο ανάμεσα σε θείες, θείους, συγγενείς και ξαδέλφια.
Μέσα σε αυτή τη βαριά ατμόσφαιρα υπήρχαν τρεις εικόνες που με έκαναν να συγκινηθώ και να ανακουφιστώ μαζί γιατί είχαν λίγη από αυτή την απρόσμενη ζεστασιά και ομορφιά που μόνο οι άνθρωποι μπορούν να προσφέρουν.
Ήταν η εικόνα του μεγαλόσωμου ξαδέλφου μου (ξάδελφος της κοπέλας) που δεν έφυγε ούτε ένα λεπτό από το προσκέφαλο της. Κρατούσε πότε την μάνα και πότε την κοπέλα. Σχεδόν συνομήλικος της, είχε μεγαλώσει στην ίδια κούνια, στο ίδιο καρότσι και στην ίδια γειτονιά με το κορίτσι. Δεν έφυγε καμία στιγμή από δίπλα της. Και όταν αναγκαστικά φύγαμε όλοι, έμεινε με την μάνα της στο σπίτι προσπαθώντας να μοιραστεί τον πόνο και την πίκρα της.
Η άλλη εικόνα ήταν αυτή του πατέρα που μέσα στην καταχνιά της στιγμής στάθηκε στην είσοδο του νεκροταφείου και επέμεινε ότι δεν θέλει να κουβαλήσουν το παιδί του τα «κοράκια» όπως αποκάλεσε τους υπαλλήλους του γραφείου τελετών. Με πρώτο τον μεγαλόσωμο ξάδελφο βρέθηκαν 6-8 ξαδέλφια και φίλοι που εκπλήρωσαν την επιθυμία του.
Ωστόσο, η πιο συγκινητική εικόνα ήταν εκείνη η τελευταία, όταν ο μεγαλόσωμος ξάδελφος και ο πατέρας του (θείος της κοπέλας) αφού μάζεψαν τα δάκρυα τους φρόντισαν να την σκεπάσουν οι ίδιοι με τα χέρια τους, με τα ίδια εργαλεία που χρόνια τώρα βγάζουν το ψωμί τους. Δεν ξέρω γιατί αλλά αυτή ακριβώς η εικόνα με ανακούφισε, με έκανε να νοιώσω την ομορφιά και τη ζεστασιά της στιγμής.
Είναι στιγμές που κανείς μας δεν θα ήθελε ποτέ να ζήσει. Είναι στιγμές που η ανθρώπινη δύναμη και η λογική λυγίζουν. Σε εκείνες ακριβώς τις στιγμές έχουμε ανάγκη από ανθρώπους, από δικούς μας ανθρώπους. Από ανθρώπους που θα μοιραστούν τον πόνο, την πίκρα και τον παραλογισμό της στιγμής μαζί μας.
Ζούμε σε μία κοινωνία που έχει μάθει να εξωραΐζει τον πόνο και να αναθέτει επ’ αμοιβή σε άλλους τις δύσκολες και επώδυνες στιγμές. Πληρώνουμε αποκλειστικές για τους ανήμπορους και άρρωστους συγγενείς, αναθέτουμε σε γραφεία τελετών να μας δείξουν τον δυσκολότερο δρόμο της ζωής, αυτόν του τέλους. Ωστόσο, όσο μεγάλος και παράλογος και αν είναι ο πόνος της απώλειας ενός ανθρώπου, ενός νέου ανθρώπου, η ομορφιά και η ζεστασιά της παρουσίας των δικών μας ανθρώπων είναι αναντικατάστατη.
Το μοναδικό δάκρυ που δεν κατάφερα να συγκρατήσω ήταν όταν άκουσα τον θείο μου να λέει «πείτε στην μάνα της να μην ανησυχεί, εμείς την σκεπάσαμε». Δεν είναι τυχαίο, ήταν ο ίδιος θείος που πριν κάποια χρόνια βρέθηκε δίπλα στην δική μου οικογένεια στις πιο δύσκολες στιγμές της. Το μοναδικό δάκρυ μου, είχε μαζί με τον πόνο την αίσθηση μιας απίστευτης ζεστασιάς και ανακούφισης. Κανένα δάκρυ, κανένας θρήνος και κανένας οδυρμός δεν φέρνει πίσω τα αγαπημένα πρόσωπα που χάνονται. Ωστόσο η αγάπη των δικών μας ανθρώπων είναι αυτό που δίνει δύναμη και ζεσταίνει τις καρδιές μας.
Και ο μεγαλόσωμος ξάδελφος με τον εξίσου μεγαλόσωμο θείο έδειξαν με τον πιο απρόσμενο τρόπο την δική τους αγάπη και ζεστασιά για το κορίτσι που τόσο άδικα χάθηκε.
Είναι μεγάλη ανακούφιση να ξέρεις ότι υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι δίπλα σου σε αυτό τον δύσκολο δρόμο όποτε και αν αυτός έρθει.
Αντίο Νάγια...
1 σχόλιο:
;
Δημοσίευση σχολίου