Κυριακή 6 Ιουνίου 2010

AN HTAN O ΜΠΑΜΠΑΣ ΜΟΥ SUPERMAN

Ο «πρίγκιπας» αντιμέτωπος με τον δράκο...
Της Μαριλης Mαργωμενου

«Τι ώρα είναι, Ακη;». «Ο,τι ώρα πείτε, πρόεδρε». Διόλου τυχαίο που αυτό το παλαιό αστείο ακολουθεί τον Ακη Τσοχατζόπουλο μια ολόκληρη ζωή. Η σχέση του με τον χρόνο ποτέ δεν ήταν καλή. Στις συνεντεύξεις πάντα αργούσε. Στην ορκωμοσία του ’93 μπήκε στο Μαξίμου την ώρα που ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ όρκιζε την κυβέρνηση. Ακόμη κι όταν ήρθε η ώρα να αποχωρήσει το 2007, χρειάστηκε οι ψηφοφόροι του να του υπενθυμίσουν πως είναι πολύ αργά για δάκρυα, αφήνοντάς τον έξω από τη Βουλή και πίσω από την Εύα Καϊλή.

Αλλά ως γνωστόν, σ’ αυτή τη ζωή ο χρόνος κάνει κύκλους. Στην αρχή του πρώτου κύκλου, πολύ πριν περάσει τις πύλες της «βίλας της Εκάλης», ο Ακης Τσοχατζόπουλος, που τότε τον φώναζαν «Τσόχα», ήταν ο ωραίος του σχολείου στο Β΄ Γυμνάσιο στη Θεσσαλονίκη κι έκανε κόρτε στα κορίτσια στο ζαχαροπλαστείον «Η Εκάλη». Από τότε ονειρευόταν να φθάσει ψηλά: να γίνει πιλότος πολεμικών. Γι’ αυτό και όταν αργότερα τον ρωτούσαν «ποιο ήταν το αγαπημένο σας παιδικό βιβλίο;», απαντούσε «το “Από τη Γη στη Σελήνη” του Τσαρλς Ντίκενς». Τι κι αν το βιβλίο το έχει γράψει ο Ιούλιος Βερν; Η απογείωση ήταν το θέμα. Μόνο που οι γιατροί στη Σχολή Ικάρων τού ψαλίδισαν τα φτερά: στα 18 τού βρήκαν φύσημα του μυοκαρδίου. Κι έτσι, ο Ακης Τσοχατζόπουλος έπρεπε να βρει άλλο τρόπο να πετάξει.

Στη Στουτγκάρδη

Τον βρήκε δέκα χρόνια αργότερα, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου πήγε να βγάλει λόγο στη Στουτγκάρδη και μίλησε στην ψυχή του νεαρού μηχανικού Ακη. Στα 29 του, ο γιος του ελεγκτή των λεωφορείων απ’ τη Θεσσαλονίκη επιβιβάστηκε στο τρένο που λεγόταν «ΠΑΚ». Οι συνεπιβάτες του θυμούνται την εικόνα: στο πολιτικό φροντιστήριο στο Βίρτσμπουργκ, στο Α΄ συνέδριο στο Ντάρμσταντ, στην ιστορική συνάντηση στο Βίντερτουρ, ο Ανδρέας να αγορεύει κι ο Ακης με τη φαβορίτα ώς το ζιβάγκο να χειροκροτεί όσο αντέχουν τα χέρια του. Εξ ου και το παλαιό αστείο πως οι παλάμες του Ακη σκλήρυναν, αλλά από το χειροκρότημα. Γιατί στα χρόνια που ακολούθησαν, όσο η κόρη του η Αρετή έπαιζε ολημερίς κρυφτό στους ορόφους της Χαριλάου Τρικούπη με τις κόρες του Κ. Σημίτη, ο Ακης ήταν πάντα δίπλα στον πρόεδρο και χειροκροτούσε.

Η αφοσίωσή του επανειλημμένως λοιδορήθηκε. Δεν ήταν μόνο ο Γ. Μητσικώστας με την αγέρωχη κούκλα Ακης, η οποία είχε για punchline το «τι τραβάς κι εσύ με μένα, πρόεδρε...». Οι παλαιοπασόκοι ακόμη κρυφογελούν όποτε βλέπουν το «Φόρεστ Γκαμπ». Στην πρώτη προβολή της ταινίας το 1994, η σκηνή που ο Φόρεστ πηδά από το καΐκι για να αγκαλιάσει τον λοχαγό του από το Βιετνάμ, ενώ πίσω του το γαριδάδικο στουκάρει στον βράχο, τους φάνηκε ξεκαρδιστικά οικεία. Οπως και το αστείο που έλεγε πως στο «Πεντελικόν», στην κρίσιμη συνεδρίαση που θα έβγαζε γραμματέα, ο Παπανδρέου γύρισε και ρώτησε εμπιστευτικά: «Ακη, θες να γίνεις γραμματέας;». Κι ο Ακης απάντησε «μα, πρόεδρε, δεν ξέρω γραφομηχανή!».

Ομως τον κ. Τσοχατζόπουλο όλα αυτά δεν τον πτοούσαν. Εκείνος έπαιζε στην πολιτική τους εκδοχή τις «μουσικές καρέκλες»: στο διάβα των ετών, κάθισε σε όλες σχεδόν τις θέσεις γύρω απ’ το τραπέζι του υπουργικού συμβουλίου. Ωσπου τον Ιανουάριο του 1996, η μουσική σταμάτησε: ο Κ. Σημίτης βρέθηκε καθιστός στην πρωθυπουργική καρέκλα κι ο Ακης όρθιος, εννέα ψήφους μακριά. Κάπου εκεί, το «από τη Γη στη Σελήνη» τελείωσε. Κι άρχισε το «από τη Σελήνη στη Γη». Οι πύραυλοι του υπουργείου Αμυνας ήταν απλώς ο αποχαιρετισμός στα όπλα.

Κι ύστερα, ήρθε η χαρούμενη αποστρατεία. Στις 11 Ιουλίου του 2004, ο γιος της κυρίας Αρετής, που έφτιαχνε σάντουιτς στον σταθμό των λεωφορείων, πήγε να παντρευτεί στο Παρίσι μέσα σε μια μπλε Τζάγκουαρ. Τη δεξίωση στο Four Seasons οι καλεσμένοι τη θυμούνται ακόμα.

Οπως και την «Παριζιάνα» νύφη, τη νεαρή Βίκυ απ’ τη Φωκίδα, που λίγο καιρό πριν δούλευε στη ΔΕΗ στην πλατεία Βάθης και λίγο καιρό μετά οι σερβιτόροι στο Κολωνάκι την έμαθαν ως «κυρία πενηντάρικο», γιατί τόσο πουρμπουάρ τους άφηνε. Βλέπετε, στο ενδιάμεσο η νεαρή Βίκυ εξέδωσε ένα παραμύθι 40 σελίδων και κατάφερε να αποταμιεύσει από τα εκδοτικά της δικαιώματα γύρω στα 450.000 ευρώ. Και αν ο σύζυγός της δεν εξελέγη το 2007, μικρό το κακό: για πρώτη φορά στα χρονικά η φράση «ο λαός τον έστειλε σπίτι του» απέκτησε χαρμόσυνο περιεχόμενο. Ο κ. Τσοχατζόπουλος σαν τον πρίγκιπα του παραμυθιού απεσύρθη στο μικρό του παλάτι δίπλα στην Ακρόπολη. Κάπου εδώ θα ταίριαζε το «και ζήσαμε εμείς καλά κι αυτός καλύτερα», αν δεν εμφανιζόταν ο δράκος του παραμυθιού με τη μορφή του ΣΔΟΕ. Αλλά έτσι γίνεται όταν λέει κανείς παραμύθια. Στο κάτω κάτω, ποιος ξέρει τι μοίρα θα περίμενε τον Φόρεστ Γκαμπ αν η ταινία συνέχιζε μετά που έγινε δισεκατομμυριούχος;





Δεν υπάρχουν σχόλια: