Σάββατο 7 Ιουνίου 2008

Δικαιούμαι να γράφω;

Όταν ξεκίνησε η «Φούσκα» από τους αγαπητούς φίλους που με προσκάλεσαν σε αυτή, ήρθε σαν απάντηση σε μια ανάγκη που για χρόνια ένοιωθα: να γράψω και εγώ, να μοιραστώ με φίλους και αγνώστους σκέψεις, ιδέες και απόψεις, να δοκιμάσω στην πράξη την ατομική μου κοσμοθεώρηση, να συγκρουστώ, να προκαλέσω, να προκληθώ, να διδάξω και να διδαχτώ. Κατανοώ ότι η «Φούσκα» και κάθε ανάλογη γωνιά του κυβερνοχώρου δεν είναι ατομικός ψυχαναλυτής αλλά ένα νέο μέσο έκφρασης. Ωστόσο, η δική μου κοσμοθεώρηση - όπως ενδεχόμενα και άλλων - έχει βαθιά βιωματική βάση και γι’ αυτό συχνά ξεκαθαρίζω το βιωματικό υπόβαθρο των απόψεων που εκφράζω. Είναι αυτό, σε κάποιο επίπεδο, σχέση εντιμότητας με τον αναγνώστη - συνομιλητή: εκφράζω αυτές τις απόψεις γιατί έχω αυτά τα βιώματα, αυτές τις εμπειρίες και αυτές τις γνώσεις, αν εσύ έχεις διαφορετικές, κόμισε τες στη συζήτηση μήπως δικαιολογούν μια άλλη άποψη.

Υπ’ αυτή την έννοια υπάρχουν πολλά πράγματα που θα ήθελα να μοιραστώ και να συζητήσω από την «Φούσκα», τα περισσότερα αγγίζουν θέματα της κοινωνίας, της πολιτικής, των ανθρώπων. Όμως, δεν είμαι σίγουρος αν μπορώ να μιλήσω και κυρίως αν μπορώ να μιλήσω όσο δίκαια και σωστά θα ήθελα. Και αυτό γιατί είναι πολλά τα πράγματα που δεν έχω βιώσει, είναι πολλές οι εμπειρίες που δεν έχω αποκτήσει, είναι πολλά αυτά που δεν ήμουν στη ζωή μου. Για να μπορέσω να μιλήσω σωστά θα ήθελα να ήμουν:

  • Μαύρος στη Νότιο Αφρική ή στο Χάρλεμ,
  • Ναρκομανής στην Ομόνοια,
  • Ομοφυλόφιλος σε μια συντηρητική κοινωνία,
  • Εβραίος στην Ναζιστική Γερμανία και παλαιστίνιος στην Λωρίδα της Γάζας,
  • Αμερικανός στους Δίδυμους Πύργους και κρατούμενος στο Γουαντάναμο,
  • Έλληνας ή Τούρκος μετανάστης στη Γερμανία και πακιστανός εργάτης ή κούρδος πρόσφυγας στην Ελλάδα,
  • Άνεργος στην Ελλάδα της τηλεοπτικής αφθονίας ή εργάτης των 600 Ευρώ,
  • Θανατοποινίτης στην πολιτισμένη Αμερική που αναμένει την εκτέλεση του,
  • Ο Νίκος Μπελογιάννης ή ο Συνταγματάρχης Ψαρρός εκείνες τις τελευταίες ώρες,
  • Μαθητής στο Μπεσλάν και Τσετσένος αιχμάλωτος του ρωσικού στρατού,
  • Πολιτικός κρατούμενος στην Σιβηρία του Στάλιν ή ανεπιθύμητος στη Ρωσία του Πούτιν,
  • Αριστερός στην Χιλή του Πινοσέτ και δεξιός στην Κούβα του Κάστρο,
  • Πολιτικός κρατούμενος στην Μακρόνησο του εμφυλίου και δεξιός σε χωριό που έχουν καταλάβει οι αντάρτες,
  • Φτωχός αγρότης στην Ινδία ή πεινασμένος στην Αφρική,
  • Τρόφιμος στην Λέρο ή οροθετικός όταν κανείς δεν γνώριζε τι σημαίνει.

Ποτέ δεν ήμουν και δεν ξέρω αν ποτέ θα είμαι τίποτε ανάλογο με όλα τα παραπάνω και παρ’ όλα αυτά ως καλοταϊσμένος μικροαστός της Ευρωπαϊκής Ελλάδας δικαιούμαι να εκφράζω απόψεις για καθένα από αυτά τα θέματα. Και επειδή δεν βίωσα καμία από αυτές τις καταστάσεις είναι σαφές ότι η όποια θέση παίρνω αδικεί αυτόματα και εξ’ ορισμού μερικούς δεκάδες, χιλιάδες ή εκατομμύρια ανθρώπους που τις βίωσαν από την πλευρά του αδύνατου, του αδικημένου και του κατατρεγμένου. Αν και η βιωματική κοσμοθεώρηση μου «κουτσαίνει» λόγω έλλειψης εμπειριών, θεωρώ ένα πράγμα βέβαιο: για όσους βρέθηκαν ή βρίσκονται στις ανωτέρω καταστάσεις που περιέγραψα, η μοναδική ελπίδα τους εναποτίθετο στον πολιτισμό, την ανθρωπιά και την συνείδηση αυτών της άλλης πλευράς. Αν υποσχεθώ ότι όταν γράφω για απόψεις και ιδέες θα προσπαθώ να λαμβάνω υπ’ όψη μου και την αντίθετη πλευρά, εσείς μπορείτε να μου πείτε αν δικαιούμαι, τελικά, να γράφω;

Γ.Κ.

Υ.Γ.:

«Και, να, τι θέλω τώρα να σας πω:
Μες στις Ινδίες, μέσα στην πόλη της Καλκούτας
Φράξαν το δρόμο ενός ανθρώπου
Αλυσοδέσαν έναν άνθρωπο που βάδιζε.
Να το λοιπόν
γιατί δεν καταδέχουμαι
να υψώσω το κεφάλι στ’ αστροφώτιστα διαστήματα.
Θα πείτε: τ’ άστρα είναι μακριά
κ’ η γη μας τόσο δα μικρή.
Ε, το λοιπόν ό,τι κι αν είναι τ’ άστρα
εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω.
Για μένα το λοιπόν πιο εκπληχτικό
και πιο επιβλητικό
και πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο
είναι ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει
είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουν.»

Από το Ποίημα «Μικρόκοσμος» του Ναζίμ Χικμέτ σε μετάφραση Γιάννη Ρίτσου

1 σχόλιο:

Νίκος είπε...

"Θα ’θελα να ’μουν" των Αctive member, έτσι για να πάρετε θάρρος ότι κάποιοι μαθαίνουν ιστορία και δεν ξεχνάνε


Θα ’θελα να’ μουν μελάνι στην πένα του Kαστοριαδη
και οργή πάνω στα μάτια του Πάμπλο,
γερασμένο σκυλί μπροστά απ’ την πύλη του Άδη,
να γελάω και να θέλω τα σωθικά μου να βγάλω.
Να σας τη σπάω συνεχώς σαν τον Ραφαηλίδη,
αν γονατίζετε για κάποιο θεό,
να ’χα μια γλώσσα φαρμακωμένο λεπίδι,
αντί μια ψυχή ναυάγιο σε απέραντο βυθό.
Να ’μουν Εβραίος το ’40 στη Θεσσαλονίκη
ή ένα κύμα μεγάλο πάνω στα ξερονήσια,
να ’στελνα πίσω τη ντροπή σ’ αυτούς που ανήκει
και μια συγνώμη σ’ αυτούς που χαθήκαν περίσσια.
Θα ’θελα σκλάβος να ’μουν με μαστιγιές στη πλάτη,
να κουβαλάω μάρμαρα του Παρθενώνα,
πεισματάρης μαθητής του Σωκράτη,
και τυφλός χριστιανός κάπου στον πρώτο αιώνα.
Στίχοι τούρκου ποιητή γραμμένοι σε λευκό κελί
και λίγο ελεύθερος στη χάση και στη φέξη,
να ’μουν αλλόθρησκου στο κούτελο φιλί
και το γέλιο το πικρό στο Πέραμα του Ξέρξη.
Να ’χα πάρει Ι 5 επί επταετίας,
να μην αντίκριζα μάτια προδομένα
κι από χέρι αριστερό άνευ αιτίας,
ψηφοδέλτιο άκυρο αλλαγής το ‘81.
Θα θελα να ’μουν μελωδία άγνωστη του Χατζηδάκη
και το επόμενο βιβλίο του Κοροβέση,
απ’ τα ράσα αφορισμένος σαν τον Καζαντζάκη,
να παω μ’ αθάνατους αν περισσεύει θέση.
Του 2004 να λείπω το Σεπτέμβρη,
θα πάρει η μπάλα πολλούς στο πουθενά,
τα ποντίκια θα χορεύουνε στ’ αλεύρι,
γνωστή εικόνα εγώ θα πάρω τα βουνά.

Θα ’θελα να ’μουν όσα σκότωσες πριν από μένα,
δήθεν για μένα.
Θα ’θελα να ’μουν όσα σκότωσες πριν από μένα
και δεν είναι γραμμένα.
Θα ’θελα να ’μουν όσα σκότωσες πριν από μένα,
τα μυθοπαρμένα.
Θα ’θελα να ’μουν όσα σκότωσες πριν από μένα,
σειρά μου και μένα.

Θα ’θελα να ’μουν μετανάστης στο μεταγωγών,
μπάτσος αυτόχειρας που τέλειωσε ωραία.
Μια φωνή δυνατή που αναφέρεται απών,
έλληνας λοχαγός που δεν πήγε στην Κορέα.
Μια στιγμή από το όνειρο του Ρήγα
και ντοκουμέντο μυστικό από τη Βάρκιζα,
ένα τραγούδι καμπίσιο από κολίγα
και το δάφνινο στεφάνι θα στο χάριζα.
Θα ’θελα να ’μουν ψωμί και κουκούτσι από ελιά
δίπλα σε άδειο από νερό χρυσό κανάτι
που θα καθόταν στο λαιμό του βασιλιά
στο γάμο του λαού με το παλάτι.
Να ’μουν η πρώτη διαγραφή από το ΠΑΚ,
χαμένη μπάλα του γκολφ ξεμωραμένου εθνάρχη,
να ’μουνα σάτιρα σ’ ένα κοινό γεμάτο τρακ
και τραγουδιάρης που να μη σέρνεται όπου λάχει
Να ’μουν η αντοχή του Ρένου του Αποστολίδη,
μια ιστορία αφηγημένη απ’ τον Κατράκη·
θα ’θελα να ’μουν σ’ αλάνα αυτοσχέδιο παιχνίδι
κι ισόβια κάθειρξη απλά για ένα γκαζάκι.
Του Κώστα Βάρναλη να ήμουν η «Καμπάνα»
και το πινέλο του Θεόφιλου στο αίμα,
Θα θελα να ’μουν όσα δε σου ’παν, μάνα,
μήπως και δε με γένναγες μέσα στο ψέμα.

Αφού είμαι άτυχος και δεν ξαναγεννιέμαι,
έφτιαξα μόνος μου κάτι να καυχιέμαι